- απόκεντρος
- -η, -ο (Α ἀπόκεντρος, -ον)αυτός που βρίσκεται μακριά από το κέντρο, ο απόμερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόκεντρος — away from a cardinal point masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόκεντρος — η, ο επίρρ. α απόμερος: Ήταν μια απόκεντρη, ήσυχη συνοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπόκεντροι — ἀπόκεντρος away from a cardinal point masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάμερος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάπως μακριά, απόμερος, παράμερος 2. απόκεντρος, απόκοσμος, ασύχναστος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + μέρος. ΠΑΡ. ανάμερα] … Dictionary of Greek
αποκεντρώνω — 1. απομακρύνω από το κέντρο 2. εφαρμόζω το σύστημα της αποκέντρωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόκεντρος. Η λ. αποκεντρώ ( όω) μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου (πρβλ. αγγλ. decentralize γαλλ. decentraliser γερμ.… … Dictionary of Greek
απόμερος — η, ο 1. απόκεντρος, μακρινός, ερημικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά απόμερα μέρος απόκεντρο ή ερημικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + μέρος] … Dictionary of Greek
ασύχναστος — η, ο (για τόπους) αυτός στον οποίο δεν συχνάζουν άνθρωποι, απόκεντρος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συχνάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό (1778 1850)] … Dictionary of Greek
ερημικός — ή, ό (AM ἐρημικός, ή, όν) [έρημος] 1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος 2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός,… … Dictionary of Greek
ξέκοσμος — η, ο 1. (για τόπο) απόκεντρος, απόμερος 2. (για πρόσ.) απομακρυσμένος από τον κόσμο, απόκοσμος. επίρρ... ξέκοσμα απόμερα, απόκοσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κόσμος (πρβλ. από κοσμος)] … Dictionary of Greek
περίκοπος — η, ο, Ν [περικόπτω] (για τόπο) δυσπρόσιτος, απόκεντρος … Dictionary of Greek